ὀνείου

ὀνείου
ὄνειος
of an ass
masc/neut gen sg
ὀνεῖον
ass-stable
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τιμόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός, από τον δήμο Αχαρνών. Όταν ήταν στρατηγός των Αθηναίων κατά το 367 π.Χ. ανέλαβε μαζί με τον αρχηγό των μισθοφόρων των Λακεδαιμονίων Ναυκλή, τη φύλαξη της διάβασης του Ονείου όρους στην Κόρινθο, για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”